19.03.24
 
  • Francais
  • Greek
  • Deutsch
  • English
ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle στα χρόνια της δικτατορίας (1967-1974)

ντοκιμαντέρ, βίντεο, έγχρωμο, 80' - 2009/10 affiche_gr.jpg



Υποψήφιο για τα Βραβεία 2011
της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου

Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ 
London Greek Film Festival 2010

συμμετοχή : Los Angeles Greek Film Festival, Chicago Greek Film Festival, FogDoc Αθήνα, Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδα, Rencontres d'Averroes Μασσαλία 2012, XVI. Rencontres Ethnologie et Cinéma Grenoble 2012, Festival International du Cinéma Méditerranéen Tetouan 2014 





περιλήψη

Ο οδηγός του ταξί σωπαίνει. Αρνείται να πληρωθεί. Αθήνα, τέλη Ιουλίου του  1974, λίγες μέρες μετά την πτώση της χούντας. Η μητέρα μου, που μόλις έχει φτάσει από την Κολωνία στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, επιμένει να πληρώσει το ταξί, ο οδηγός όμως εξακολουθεί να σωπαίνει. "Να ξεραθεί το χέρι μου αν πάρω λεφτά από σας!" λέει τελικά. Είχε αναγνωρίσει τη φωνή της, ανάμεσα στις άλλες χαρακτηριστικές φωνές της Ελληνικής Εκπομπής της Deutsche Welle που μεταδίδονταν καθημερινά από 21.40΄ ως 22.40΄ ώρα Ελλάδος και, στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, ακούγονταν από τόσους΄Ελληνες.

Η ταινία "ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ" αφηγείται την ιστορία αυτών που δημιούργησαν την περίφημη Ελληνική Εκπομπή και που, εξόριστοι και αγωνιζόμενοι εναντίον ενός φασιστικού καθεστώτος, κατόρθωσαν να διατηρήσουν ακέραια την αξιοπρέπεια και ζωντανή την ελπίδα των ανθρώπων που τους άκουγαν στον τόπο τους.

Στόχος της ταινίας είναι να σκιαγραφήσει με καθαρές γραμμές τον ιστορικό ρόλο που έπαιξαν οι δημιουργοί της επί χούντας, καθώς επίσης και την μετέπειτα πορεία τους, την καταξίωση τους στην κοινή γνώμη, αλλά και στην συλλογική μνήμη των πολιτών, σαράντα σχεδόν χρόνια αργότερα. Παράλληλα, και σε συσχετισμό με τον στόχο αυτό, η ταινία επαναφέρει το θέμα της ισχύος του στρατευομένου λόγου, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει την αναγκαιότητα του στην εποχή μας.



σημείωματου σκηνοθέτη

Στην ταινία αυτή για την περίφημη ελληνικήεκπομπή της Deutsche Welle, προσπάθησα να κάνω φανερό το δίλημμα που θέτει ο Λόγος όταν προσδοκεί να γίνει Πράξη, όταν θέλει να γεφυρώσει το αναπόφευκτο χάσμα ανάμεσα στο ποιητικό ήθος και τις πολιτικές απαιτήσεις.






redaction-01.jpg
            ΄Αγγελος Μαρόπουλος, Γιώργος Κλαδάκης, Δανάη Κουλμάση, Κώστας Νικολάου - 1973




εμφανίζονται

Κάρολος Παπούλιας
συνεργάτης της ελληνικής εκπομπής της Deutsche Welle  /  Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας

Ντόρα Μπακογιάννη
Δήμαρχος Αθήνας  /  Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας

Γιώργος Μαγκάκης
Υπουργός, καθηγητής πανεπισημίου, δικηγόρος

Θανάσης Βαλτινός

συγγραφέας,  μέλος της Ακαδημίας Αθηνών


και οι συντάκτες, σχολιαστές και συνεργάτες της ελληνικής εκπομπής
της Deutsche Welle κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974):



Κώστας Νικολάου

διευθυντής της εκπομπής  /  
δημοσιογράφος, βουλευτής, αντιπρόεδρος του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου

Βασίλης Μαυρίδης
συντάκτης  /  δικηγόρος

Γιώργος Κλαδάκης

συντάκτης  /  πρέσβυς

Δανάη Κουλμάση
συντάκτρια  /  διπλωμάτης, εκδότρια

Αλέξανδρος Σχινάς
σχολιαστής  /  συγγραφέας

Βασίλης Μαθιόπουλος
σχολιαστής  /  δημοσιογράφος, συγγραφέας

Μάριος Νικολινάκος
σχολιαστής  /  οικονομολόγος

Νίκος Τζαβάρας
συνεργάτης  /  καθηγητής πανεπισημίου, Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας

Νίκος Μαυρομάτης
συνεργάτης  /  δικηγόρος





deutsche_welle-01.jpg




συνέντευξη στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η ανυπέρβλητη προσφορά της Ελληνικής Εκπομπής της Ντόιτσε Βέλε έχει διαμορφώσει συνειδήσεις ή είναι μια, ακόμα, αναντικατάστατη μνήμη;

Η συλλογική μνήμη μιας εποχής δεν είναι παγιωμένη αλλά ζωντανή. Την συνιστούν ατομικές ή ομαδικές αναμνήσεις, έμμεσες ή άμεσες ανάλογα με τη γενιά, υπερβαίνει όμως το άθροισμά τους. Αν η Εκπομπή είναι μέρος της Ιστορίας σήμερα, η επικαιρότητά της βρίσκεται στην παραδειγματική της αξία ως προς την ανάδειξη των δυνατοτήτων του στρατευμένου–κριτικού λόγου.
Η ταινία επαναφέρει ακριβώς το θέμα της ισχύος του στρατευομένου λόγου, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει την αναγκαιότητα του στην εποχή μας. Προσπάθησα να κάνω φανερό το δίλημμα που θέτει ο Λόγος όταν προσδοκεί να γίνει Πράξη, όταν θέλει να γεφυρώσει το αναπόφευκτο χάσμα ανάμεσα στο ποιητικό ήθος και τις πολιτικές απαιτήσεις. Κι αυτό που τέθηκε με οξύτητα τότε, ισχύει και σήμερα.



Που ανιχνεύεται στη σημερινή εποχή ο στρατευμένος λόγος και πώς τον εννοείτε; Ο ξύλινος πολιτικός λόγος, για παράδειγμα, είναι στρατευμένος λόγος;

Προτιμώ να μιλήσω για κριτικό λόγο, που προσπαθεί ν’απαντήσει ανάλογα με την ιστορική συνθήκη απέναντι στην οποία τοποθετείται. Εννοώ ένα λόγο ανοιχτό, μακριά από προκαταλήψεις, στερεότυπα και ιδεολογήματα. Ικανό να καταγγείλει αν χρειάζεται, αλλά με βασική του λειτουργία τη δυνατότητα να προτείνει. Μ’αυτό τον τρόπο αντιστέκεται στον κυρίαρχο λόγο, στην προπαγάνδα. Αν η ταινία μου ονομάζεται Λόγος και Αντίσταση είναι γιατί μιλάει επίσης και για την αντίσταση του λόγου.
Δεν πιστεύω ότι ο κριτικός λόγος δεν υπάρχει σήμερα. Εχει δυσκολίες να ακουστεί εξαιτίας μιας ¨λογοκρισίας¨, όχι τόσο πολιτικής αλλά οικονομικής, των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τείνει να μετατρέψει τη σκέψη σε διαφημιστικό σλόγκαν. Θα δούμε αν το Διαδίκτυο θα μπορέσει να λειτουργήσει ως εναλλακτική. Υπάρχει επίσης μια δυσπιστία αρκετά γενικευμένη, μια απογοήτευση, μια κόπωση, τα μεγάλα λόγια των ιδεολόγων δεν αποδείχτηκαν τελικά αξιόπιστα. Φαντάζομαι πως σ’αυτό αναφέρεται το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ο ξύλινος λόγος είναι προφανώς το αντίθετο του αληθινά στρατευμένου λόγου.



Σαράντα χρόνια μετά, τι έχει απομείνει στη μνήμη από εκείνη την εποχή; Πόσο νομίζετε ότι απασχολεί ακόμη τη συνείδηση του μέσου Ελληνα (μεταξύ 20 και 50 χρονών) η δικτατορία, αν εξαιρέσουμε τις επαιτείους και τα αφιερώματα;

Το παρελθόν δεν είναι νεκρό, δεν έχει καν παρέλθει, λέει ο Faulkner. Είναι σαν υπόγειο ρεύμα που εμφανίζεται όταν δεν το περιμένουμε. Για να απαντήσω με άλλο τρόπο, παγώνω όταν ακούω τους γείτονες ή στα καφέ –και μου συνέβη αρκετές φορές τελευταία- να αναπολούν ¨την τάξη και την ασφάλεια¨ στα χρόνια της χούντας. Η σύγχιση είναι ανησυχητική.


Με ποιό τρόπο προσεγγίζετε τα γεγονότα του Δεκέμβρη ; Πώς εντάσσεται η πρόσφατη μνήμη στο ντοκιμαντέρ σας;

Η ταινία μου τοποθετείται στο παρόν, δεν θα μπορούσα να αποσιωπήσω τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, που συμπίπτουν και με κάποια από τα γυρίσματα. Δείχνουν πως φτάσαμε στο τέλος ενός ιστορικού κύκλου. Το πολιτικό σύστημα και η ιδεολογία της μεταπολίτευσης χρεωκόπησαν. Μου φαίνεται περίεργο να μας ξαφνιάζει το γεγονός πως ένα μέρος των νέων, απογοητευμένων και χωρίς προοπτικές μπροστά τους, αντιδρά βίαια απέναντι στη βία που συνιστά, εκτός από την δολοφονία κάποιου δικού τους, η αδιαφορία κι η γενικευμένη διαφθορά στα υψηλά κλιμάκια της κυβέρνησης εδώ και είκοσι χρόνια.
Στην ταινία, τα γεγονότα του Δεκέμβρη λειτουργούν κι ως μακρινή αντίστιξη. Μετά της αποκατάσταση της δημοκρατίας, κάποιοι από τους συνεργάτες της Deutsche Welle συμμετείχαν στην κυβέρνηση ή κατέλαβαν θέσεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Χωρίς να έχω διάθεση να γενικεύσω μιλώντας για την υποτιθέμενη ήττα μιας γενιάς – που είναι επίσης αυτή του Πολυτεχνείου –, όταν στην ταινία κάνω την ερώτηση αν η σημερινή κοινωνία είναι κοντά σ’αυτή που ονειρεύτηκαν και για την οποία πάλεψαν, η απαντησή τους είναι κατηγορηματική.


Μαρία Κατσούνακη – ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19/3/2010





συνέντευξη στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Πως διαλέξατε το θέμα σας, γιατί ;

Σ΄όλες μου τις ταινίες ντοκιμαντέρ με απασχόλησε το θέμα της συλλογικής μνήμης.Κάποιες εποχές, παλιότερες ή πιο πρόσφατες, έδειξαν να πιστεύουν βαθιά στη δύναμη του κριτικού λόγου. Ενιωσαν να απειλούνται απ’αυτόν, με οποιαδήποτε μορφή κι αν παρουσιαζόταν. Ηδη ο κινέζος αυτοκράτορας Ts’in Che Hoang έβαλε να κάψουν όλα τα γραπτά στο βασίλειό του, με μόνη εξαίρεση τα βιβλία ιατρικής και συνταγών κουζίνας. Κοντινότερα σε μας, η χούντα των συνταγματαρχών φοβήθηκε την εκπομπή της Deutsche Welle, σε σημείο που να παρεμβάλλει παράσιτα.Σήμερα ωστόσο, μόλις μια γενιά αργότερα, οι πολιτικοί που κατέχουν την εξουσία, τόσο στην Ελλάδα όσο κι αλλού στην Ευρώπη, θεωρούν, όχι χωρίς λόγο, τους -ριγμένους στο κενό των παραθύρων των τηλεοπτικών εκπομπών- δημοσιογράφους και διανοούμενους, μάλλον ακίνδυνους. Η ταινία μου Λόγος και Αντίσταση επαναφέρει ακριβώς το θέμα της ισχύος του στρατευομένου λόγου, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει την αναγκαιότητα του στην εποχή μας.


Πως το προσεγγίζετε ;

Οπως και στην ταινία μου Ulrike Marie Meinhof (1994), πλησίασα το θέμα μέσα από τις αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων στη Γερμανία στις οποίες αντιπαραθέτω τη μνήμη των προσώπων που συνεργάστηκαν στην εκπομπή και τη συλλογική μνήμη. Η μητέρα μου είναι μια από τις χαρακτηριστικές φωνές της Ελληνικής Εκπομπής της Deutsche Welle που μεταδίδονταν καθημερινά από 21.40 ως 22.40 ώρα Ελλάδος και, στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας, ακούγονταν από τόσους Ελληνες.
Χρησιμοποίησα διάφορα υλικά: σουπερ 8 για ό,τι αφορά την προσωπική μου μνήμη, 16 μμ για τα τηλεοπτικά αρχεία τα οποία έχουν υποστεί πλαστικές επεμβάσεις (αλλαγές στο χρώμα, στην ταχύτητα, στον κόκκο του φιλμ, επεμβάσεις στον ήχο κ.α.) και βίντεο για τις συνεντεύξεις των προσώπων που συμμετέχουν στην ταινία. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου οι ξεχωριστές αναμνήσεις θα έμπαιναν σε σχέση με το παρόν για να σχηματίσουν μια ζωντανή μνήμη της ιστορίας εκείνων των χρόνων.


Πως θα περιγράφατε την ταινία ;

Είναι μια ταινία που εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαμε να διηγηθούμε την ιστορία - κάποιων ανθρώπων που αγωνίστηκαν με τον στρατευμένο λόγο κατά της δικτατορίας - ώστε να αφορά και το παρόν. Περιλαμβάνει τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 ως μακρινή αντίστιξη, γιατί φωτίζουν εξ αντανακλάσεως την πολιτική «απο-μάγευση», την απώλεια των αναφορών και των ιδανικών που απειλούν τις συνειδήσεις σήμερα, κατάσταση η οποία οδήγησε στην εξέγερση αρκετούς νέους.
Προσπάθησα να κάνω φανερό το δίλημμα που θέτει ο Λόγος όταν προσδοκεί να γίνει Πράξη, όταν θέλει να γεφυρώσει το αναπόφευκτο χάσμα ανάμεσα στο ποιητικό ήθος και τις πολιτικές απαιτήσεις. Κι αυτό που τέθηκε με οξύτητα τότε, ισχύει και σήμερα. Η ταινία μου απευθύνεται βασικά στους νέους.

Βαγγέλης Βαγγελάτος - ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 22/3/2010







Η ταινία, ανιχνεύει το νήμα των αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, που εντάσσονται τελικά με ευαισθησία και κινηματογραφική μαστοριά στην ευρύτερη ιστορία, και αναζητεί απαντήσεις στα κρίσιμα ερωτήματα για το νόημα του αντιστασιακού λόγου αλλά και το πώς προσλαμβάνει κανείς σήμερα τους αγώνες του παρελθόντος.

Κώστας Τερζής – ΑΥΓΗ, 24.3.2010



Μιά ταινία αισθητικά δουλεμένη με αχνές, συχνά ασπρόμαυρες εικόνες... Μόνο ο Λόγος έχει βαρύτητα. "Θέλησα να κινήσω το ενδιαφέρον των νέων", λέει ο Κουλμάσης. Δεν υπάρχει δικτατορία, εξαφανίστηκε όμως, μέσα σε μιά και μόνο γενιά, και ο κριτικός Λόγος. Οικονομικές δυνάμεις θέλουν να πείσουν τους νέους ανθρώπους, πως ένας διαφορετικός κόσμος είναι αδύνατο να υπάρξει.

Frankfurter Allgemeine Zeitung, 25.3.2010



Αυτή η ταινία είναι μιά φωνή ελπίδας σε σκοτεινούς καιρούς.

Südddeutsche Zeitung, 22.3.2010





tzavaras.jpg

Η ελληνική εκπομπή της Deutsche Welle αποτέλεσε και μια γραμμή άμυνας κατά των χουντικών πολιτικών απόψεων, κατά των φασιστοιδών ιδεολογιών που αναπτύσσοταν στην Ελλάδα, και επίσης κατά αυτής της γλώσσας που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το  ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς. Αυτό, εκ των υστέρων, μου φαίνεται πως ήταν μία πολύ μεγάλη προσφορά στον αγώνα κατά του εκφασισμού της χώρας,  η άμυνα δηλαδή κατά της διαφθαρμένης γλώσσας, της φασιστικής γλώσσας που χρησιμοποίησε με την γνωστή ρητορική του το στρατιωτικό καθεστώς.
Νίκος Τζαβάρας






mangakis.jpg



Απο κείνη την στιγμή που γεννήθηκε αυτό "και τώρα, τι κάνουμε;" άρχισε μια διαδικασία της οποίας η πρώτη αγωνιστική φάση ήταν πως θα κινητοποιηθεί ο λόγος.  Ο λόγος είναι η γεννησιουργός δύναμη ... Οταν ο λόγος είναι η σκέψη, η ιδεολογική τοποθέτηση, η συνείδηση.
 Γεώργιος Α. Μαγκάκης




Παρουσία μνήμης

Είναι προνόμοιο της παιδικής ματιάς να ανασύρει από την μνήμη, πρόσωπα, χώρους και τόπους, αποσπασματικά και χωρίς αιτιολογικά κριτήρια. Να μας προμηθεύει δηλαδή αβίαστα με αναμνήσεις χωρίς να νοιάζεται για το ποσοστό πιθανότητας που ενέχουν και χωρίς να αναζητά νόημα στην ιστορία και στις ιστορίες.

Ας σταθούμε, λοιπόν, εδώ, για μία μόνο στιγμή. Στο ευρύχωρο σαλόνι του σπιτιού μας που δίνει σ' έναν μικρό κήπο κάτω από τον θόλο μιας γέρικης κερασιάς. Στον καναπέ, γύρω από το χαμηλό τραπέζι οι συνάδελφοι της μητέρας μου – οι φίλοι, πρέπει να πούμε. Συνάδελφοι ήταν στους χώρους της δουλειάς, στα κάθε άλλο παρά πολυτελή γραφεία τους, στο κέντρο της Κολωνίας, με τους τοίχους γεμάτους αφίσες, προκηρύξεις και ελληνικά τοπία, καθώς επίσης και στο ζαχαροπλαστείο, στο διπλανό κτήριο, όπου στα διαλείμματα έπιναν καφέ ή έπαιρναν ένα Krokanteis, ένα παγωτό με στιλπνές ανταύγειες καραμέλας. Στο βάθος, ανάμεσα σε γλάστρες με ψεύτικα φυτά, ένας βουβός παπαγάλος στο κλουβί του.

Είναι νέοι, με μια, λιγότερο ή περισσότερο, περίεργη προφορά στα γερμανικά, που εμάς τα παιδιά μας διασκεδάζει. Είναι εύθυμοι, γεμάτοι ζωντάνια, μιλάνε ασταμάτητα, συχνά τραγουδάνε (και κάποτε μελαγχολούν, διατηρούν όμως άσβηστη την ελπίδα - το παιδί που τους βλέπει και τους ακούει, δεν ξεγελιέται). Συζητούν ασταμάτητα, συχνά διαφωνούν. Μερικοί παίζουν χαρτιά, ένα-δυό πάνε που και που και στο καζίνο (ο πατέρας μου, μεγαλύτερος τους, τους επιπλήττει), τις περισσότερες φορές χάνουν. Τι σημασία έχει; Οι καιροί είναι δύσκολοι...Αυτό που τους στηρίζει είναι το όνειρο της ελευθερίας και της επιστροφής τους στην πατρίδα. Και είναι πολύ τρυφεροί μαζί μας, με τα παιδιά που θα τα δούν τελικά να μεγαλώνουν στην Γερμανία, μιά χώρα που για τους περισσότερους θα παραμείνει ξένη...

Εικόνες, ακόμα βουβές, τα πρόσωπα τους προβάλλουν και χάνονται πάλι μέσα στην μνήμη μου: ο Βασίλης, πρώτα απ΄ όλα, αυτός που εμείς τα παιδιά αγαπάμε περισσότερο, είναι μικροκαμωμένος, σχεδόν φαλακρός, ένα είδος πανάρχαιου Οδυσσέα, αεικίνητος και λαλίστατος, με έντονες χειρονομίες. Ο Γιώργος, ο σιωπηλός γίγαντας με τη βροντερή φωνή (όταν μιλάει...), μαλλιά και γένια κατάμαυρα, τα αδιαπέραστα μάτια του σπινθηρίζουν επικίνδυνα. Ο Αλεκ, με την βραχνή φωνή, το τρανταχτό γέλιο του, κρυμένος πάντα πίσω από πυκνά σύννεφα καπνού – καπνίζουν έτσι κι αλλιώς όλοι τους, σαν φουγάρα. Ο ΄Αγγελος, σωσίας καταπληκτικός του Λένιν, με το γενάκι του και τα ανήσυχα μάτια. Ο Κώστας, με την αιώνια δερμάτινη άσπρη ζακέτα, που μας αραδιάζει στις δύο γλώσσες λογοπαίγνια, που μόνον αυτός καταλαβαίνει. Και ο Κάρολος και οι άλλοι...

Το βλέμμα του παιδιού είναι αδυσώπητο, πολλές φορές άδικο – και το εγκαταλείπουμε εδώ. Δεν παύει όμως να μας θυμίζει πως πίσω από τα προσωπεία που τα μεταγενέστερα χρόνια τοποθετούν πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων που, για κάποιο λόγο, γίνονται ευρύτερα γνωστοί υπάρχουν άνδρες και γυναίκες με σάρκα και οστά. Αυτοί που γράφουν την ιστορία. Και είναι αυτοί - ακινητοποιημένοι για μερικά λεπτά στην μνήμη μου στον καναπέ του σπιτιού μας - που έγραψαν από το 1969 ως το 1974 τις σημαντικές σελίδες της Ελληνικής Εκπομπής της Deutsche Welle.

Τίμων Κουλμάσης

Ανάλυση της ταινίας από τον Επικ. Καθ. Θεωρίας Κινηματογράφου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ΓιάννηΛεοντάρη


ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ του Τίμωνα Κουλμάση

Στο θεμελιώδες έργο του, Κινηματογράφος και Ιστορία, ο ιστορικός του κινηματογράφου Marc Ferro παρατηρεί: “η κινηματογραφική ταινία, εικόνα ή όχι, της πραγματικότητας, τεκμήριο ή μυθοπλασία, αυθεντική ιστορία ή επινοημένη αφήγηση, είναι Ιστορία. (...) οι δοξασίες, οι προθέσεις, και το φαντασιακό των ανθρώπων, είναι εξίσου Ιστορία όσο και η Ιστορία”. Η ταινία «Λόγος και Αντίσταση» του Τίμωνα Κουλμάση που θα παρακολουθήσουμε απόψε επαληθεύει πλήρως την άποψη του Ferro. Είναι κυρίως μια ταινία με θέμα το ρόλο και την προσφορά της Ντόιτσε Βέλλε στα χρόνια της δικτατορίας. Είναι όμως και μια ταινία πάνω στη συλλογική μνήμη, ένα καλλιτεχνικό έργο που θέτει ερωτήματα πάνω στη σχέση κινηματογράφου και συλλογικής μνήμης.  Είναι γεγονός ότι η έλευση του κινηματογράφου κλόνισε και επαναπροσδιόρισε τη σχέση του ανθρώπου με την εικόνα του παρελθόντος παρέχοντάς του ένα αβέβαιο και συνάμα εξαιρετικά αληθοφανές τεκμήριο μνήμης: την καταγεγραμμένη κινούμενη εικόνα. Η ιστορική επιστήμη ανανεώνει διαρκώς τον προβληματισμό της γύρω από την αξιολόγηση του ρόλου και της επίδρασης της κινηματογραφικής εικόνας στην διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης. Ο προβληματισμός αυτός αφορά καταρχήν στις ταινίες τεκμηρίωσης (ιστορικά ντοκιμαντέρ, κινηματογραφικά επίκαιρα), πολύ γρήγορα όμως αρχίζει να περιλαμβάνει και τη μελέτη των ταινιών μυθοπλασίας. 

Κι αν η εικόνα, όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα έχει χάσει το αυταπόδεικτο κύρος της καθώς τα πάντα πλέον μπορούν να κατασκευαστούν με ψηφιακά μέσα, καθώς κάθε εικόνα σήμερα είναι πιθανή, τι είναι αυτό που μένει όρθιο; Ο Τίμων Κουλμάσης απάντά με τον τίτλο και το περιεχόμενο της ταινίας του: ο Λόγος. Ο λόγος – με κεφαλαίο ή μικρό λάμδα  είναι – αν όχι ο κυριότερος – ένας από τους πιο πιστούς συντρόφους της αντίστασης. Για τον Κουλμάση ωστόσο αυτό δεν είναι αξίωμα αλλά ανοιχτό ερώτημα, θα τολμούσα μάλιστα να πω: δίλημμα. Το δίλημμα που τίθεται σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο σε καιρούς τυραννίας ανάμεσα στον στρατευμένο λόγο και την ένοπλη αντίσταση. Η ταινία του Τίμωνα, είναι μια ταινία γεμάτη λόγο. Πρόκειται για επιλογή αυτονόητη, καθώς η Ντόλτσε Βέλλε χρησιμοποιεί στα χρόνια της δικτατορίας το λόγο, ως μοναδικό της όπλο απέναντι σε ένα τρομοκρατικό καθεστώς που όπως εύστοχα επισημαίνεται στην ταινία, εκτός από τους ανθρώπους, κακοποιεί το λόγο. Η δικτατορία σκοτώνει το λόγο είτε επιβάλλοντας σιωπή, είτε παραμορφώνοντας τη ζωντανή ελληνική γλώσσα. Ωστόσο, στην ταινία που θα παρακολουθήσετε, ο λόγος σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε εικόνα, ο λόγος είναι η μοναδική καθαρή εικόνα που μένει να πιστέψουμε. Τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχαν και έχουν το θάρρος της γνώμης τους απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή κρατικής βίας είτε κράτησαν είτε δεν κράτησαν όπλο στα χέρια τους όταν χρειάστηκε να αντισταθούν, γίνονται μέσα στην ταινία, πορτρέτα εναργή, με καθαρό περίγραμμα και δύναμη, με δυναμική που ελπίζω ότι μετακινείται και προς τη μεριά του θεατή.

Αποτελεί λοιπόν η ταινία του Κουλμάση μια «αντικειμενική» καταγραφή του ρόλου και της προσφοράς της Ντόλτσε Βέλε στον αντιδικτατορικό αγώνα; Ο Κουλμάσης γνωρίζει καλά ότι κάθε ντοκιμαντέρ είναι μια προσωπική αφήγηση, μια μυθοπλασία με άλλα μέσα. Όπως λέει και ο ίδιος «μνήμη αντικειμενική δεν υπάρχει».

Η παρουσία της Ντόλτσε βέλλε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είναι ένα ιστορικό γεγονός. Ωστόσο, τα ιστορικά γεγονότα δε μιλούν από μόνα τους. Όπως επισημαίνει ένας σημαντικός έλληνας ντοκιμαντερίστας, ο Φώτος Λαμπρινός, το ίδιο και «οι εικόνες εκ του φυσικού» δεν συνιστούν αυτονόητη απόδειξη ή μαρτυρία. Εξαρτώνται και αυτές από τη χρήση τους, από τον τρόπο που ο ιστορικός θα τις αξιολογήσει, κατατάξει, συνπροσδιορίσει.Αν λοιπόν τα γεγονότα είναι σακιά που παίρνουν σχήμα ανάλογα με τα αντικείμενα που τοποθετούμε μέσα τους, τα τεκμήρια τι είναι; Μήπως αυτά είναι τα αντικείμενα; Τα τεκμήρια είναι πράγματι τα αντικείμενα, τα οποία όμως δεν έχουν σχήμα ούτε μορφή οριστική και τελεσίδικη.»

Ο Κουλμάσης ανιχνεύει τα τεκμήρια γνωρίζοντας ότι το σχήμα τους δεν είναι τελεσίδικο. Δεν κρατά όμως για τον εαυτό του το ρόλο ενός ουδέτερου παρατηρητή: ανιχνεύει λοιπόν στο σήμερα, τα πρόσωπα και τις φωνές των ανθρώπων που θυμάται να συζητούν για ώρες τα βράδια στο πατρικό του σπίτι στη Γερμανία στα χρόνια της δικτατορίας. Ψάχνει το νήμα που συνδέει τα λόγια που έφταναν θολά στην παιδική αντίληψη με το λόγο της αντίστασης μέσα από τις συχνότητες της Ντόιτσε Βέλε και το σημερινό αφηγηματικό λόγο των πρωταγωνιστών της ταινίας του. Η ατομική μνήμη του σκηνοθέτη γίνεται εδώ η πρώτη ύλη για την τροφοδότηση της συλλογικής μνήμης.

Αν δεχτούμε ότι συλλογική μνήμη είναι «αυτό που οι ομάδες δημιουργούν με το παρελθόν τους»θα πρέπει να αναρωτηθούμε βλέποντας την ταινία Λόγος και Αντίσταση, με ποιο τρόπο η συλλογική μνήμη συνδιαλέγεται με την κινηματογραφική εικόνα. Ο Κουλμάσης επιλέγει μια λύση απλή και αποτελεσματική. Τοποθετεί τα πρόσωπα της ταινίας του το ένα απέναντι στο άλλο σαν μάρτυρες ενός γεγονότος οι οποίοι εξετάζονται κατ’αντιπαράσταση. Κατασκευάζει ένα πολυφωνικό παιχνίδι συνεντεύξεων. Το μοντάζ του είναι σκληρό και αποκαλυπτικό. Εναλλαγές προσώπων, εναλλαγές λόγου. Μπροστά στα μάτια μας αναδύεται ατόφια η ιστορική αφήγηση ως διαλεκτική, ως «αγώνας λόγων». Ακριβώς γι’ αυτό γινεται συναρπαστική. Ο θεατής ακούει απόψεις που διίστανται, απόψεις που συγκλίνουν. Ο Κουλμάσης αναπαράγει με τον τρόπο αυτό την αίσθηση που έχει ένα μικρό παιδί όταν ακούει τους ενήλικες να συζητούν, να συμφωνούν, να διαφωνούν. Κανένα υποκειμενικό σχόλιο. Ο αφηγητής της ταινίας αντιστέκεται στον πειρασμό του σχολιασμού, του συμπεράσματος. Αφήνει όλα τα ερωτήματα ανοιχτά. Αναθέτει το καθήκον της «γνώμης» στον ίδιο το θεατή; Είναι ο λόγος όπλο αντίστασης; Μέχρι ποιο σημείο; Ποιος ο ρόλος του ένοπλου αγώνα ενάντια σε μια δικτατορία; Τι σημαίνει εντέλει «αντιστέκομαι»;  

Το 1977, ο ιταλός ανθρωπολόγος Alessandro Triulzi κάνει έκκληση για έρευνα πάνω σε τεκμήρια μνήμης τα οποία έχουν διαφύγει από τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας. Ως τέτοια, θεωρεί «τις οικογενειακές αναμνήσεις, τις τοπικές ιστορίες, τις ιστορίες των οικογενειών, των χωριών, τις προσωπικές αναμνήσεις, σε ολόκληρο αυτό το τεράστιο πλέγμα μη επίσημων, μη θεσμοποιημένων, γνώσεων που δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε τυπικές παραδόσεις και αντιπροσωπεύουν κατά ένα τρόπο τη συλλογική συνείδηση ολόκληρων ομάδων ή ατόμων»

Είναι καιρός νομίζω, οι έλληνες ντοκιμαντερίστες να επαναπροσεγγίσουν ζητήματα της πρόσφατης ιστορίας μας «παντρεύοντάς» τα με την προσωπική τους μνήμη, ιδίως από το 1960 και ύστερα, με νηφαλιότητα, μακριά από ιδεολογήματα αλλά και από τον κίνδυνο της απο-ιδεολογικοποίησης, με αυτόν ακριβώς το στόχο: τη συμβολή του κινηματογράφου, μέσω του προσωπικού βλέμματος του κάθε σκηνοθέτη, σε αυτό που ονομάζουμε συλλογική μνήμη. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ταινία Λόγος και Αντίσταση που θα παρακολουθήσουμε - ακριβώς επειδή έχει τα χαρακτηριστικά μιας προσωπικής αφήγησης -  αποτελεί ένα από τα πιο πειστικά παραδείγματα/εργαλεία για τη δυνατότητα της διδασκαλίας – επιτέλους! - στη Μέση Εκπαίδευση, της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, μέσω του κινηματογράφου, ως μέρος μιας αφήγησης, μιας ζωντανής δηλαδή συλλογικής μνήμης και όχι μιας συλλογικής μνήμης των στερεοτύπων και των ιδεολογημάτων. Άλλωστε φαίνεται πως η ιστορική αφήγηση μόνον όταν δεν κρύβει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της υπηρετεί τον άνθρωπο και όχι την υστεροφημία της εξουσίας.

Γιάννης Λεοντάρης – Μάρτιος 2010


 


nikolaou__niki-01.jpg


σέναριο, σκηνοθεσία   Τίμων Κουλμάσης
φωτογραφία
  Ηρώ Σιαφλιάκη
μονταζ   Aurique Delannoy
μουσική
  Τίμων Κουλμάσης
τραγούδια   Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Μαρκόπουλος
διεύθυνση παραγωγής
  Μπονίτα Παπαστάθη
παραγωγός   Τίμων Κουλμάσης
παραγωγή   TK FILMS, EKK, EΡT, AIA FILMS









papoulias_small.jpg

 
< Προηγ.   Επόμ. >
Design by Video de Poche