19.04.24
 
  • Francais
  • Greek
  • Deutsch
  • English
ΠΟΡΤΡAIΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΟΛΕΜΟΥ

ντοκιμαντέρ, βίντεο HD, έγχρωμο, 88' - 2016
affiche_vg.jpg
















περίληψη

Με φόντο τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, η ταινία αυτή αφηγείται την ιστορία ενός έρωτα, του πατέρα μου βοηθού-καθηγητή στο μυστηριώδες Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο της Αθήνας - που ενώ λειτουργούσε με γερμανική χρηματοδότηση στην πραγματικότητα ήταν καταφύγιο αντιστασιακών φοιτητών- και της Νέλλης, νεαρής φοιτήτριας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Σχεδιάζει επίσης την μορφή του φίλου τους Rudolf Fahrner, ιδρυτή του Ινστιτούτου, έναν απ΄τους ελάχιστους σύντροφους των αδερφών Stauffenberg στην δολοφονική απόπειρα εναντίον του Χίτλερ, στις 20 Ιούλη του 1944, που επιβίωσε μετά την καταστολή που ακολούθησε.



σημείωμα του σκηνοθέτη

Η ταινία βασίζεται στις επιστολές του πατέρα μου. Οι επιστολές αυτές -περισσότερες από χίλιες σελίδες- γραμμένες σχεδόν καθημερινά μεταξύ 1938 και 1944, δεν διηγούνται μόνο την ερωτική τους ιστορία αλλά αποκαλύπτουν ανάγλυφα ενα απίθανο πανόραμα της καθημερινής ζωής των δύο νέων και των φίλων τους κατά την γερμανική κατοχή. Αργότερα, όταν ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Γερμανία, περιγράφουν, κυριολεκτικά, το τέλος ενός κόσμου.

Η πρόθεσή μου είναι να αποδοθεί, στην ταινία αυτή, η ακραία ανθρώπινη πολυπλοκότητα μιας ιστορικής κατάστασης που συνήθως αναπαρίσταται με πολωμένους όρους (κατακτητές-κατεχόμενοι, συνεργάτες-αντιστεκόμενοι, θύτες και θύματα κλπ.), απλοποιημένους με τρόπο, συχνά, ακατάλληλο. Προσπαθήσα να πλησιάσω τα σύνθετα στοιχεία της Ιστορίας μεταθέτοντας την οπτική γωνία στην πλευρά του καθημερινού βιώματος των δύο αγαπημένων και του φίλου τους Rudolf Fahrner -, τόσων διαφορετικών, ως και αντιφατικών, χαρακτήρων ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνονται την πολιτική πραγματικότητα και τις επιλογές που απορρέουν.

Το Ποτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου είναι μια ιστορία έρωτα κι αντίστασης, είναι κάποιες σκέψεις πάνω στους μηχανισμούς της ατομικής και συλλογικής μνήμης, αλλά κυρίως θέτει μια απλή ερώτηση, δυστυχώς και σήμερα επίκαιρη : Πώς να αντισταθείς με τη σκέψη, με την τέχνη, στην βαρβαρότητα.



fanepc.jpg

Fahrner, Νέλλη, ο πατέρας μου




Το Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο Αθηνών

Το Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο Αθηνών είναι ένα παράδοξο στην Ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, μια εξαίρεση αρχικά ακατανόητη αλλά που αποδεικνύει εκ των υστέρων και εκ του αντιθέτου, ότι τα πράγματα είναι πολυπλοκότερα απ'όσο θα θέλαμε να δεχτούμε πως είναι.

Οι Ναζί ίδρυσαν, στις χώρες που κατέκτησαν, γύρω στα δέκα τέτοια Ινστιτούτα, όργανα προπαγάνδας με στόχο να προάγουν την γλώσσα και τον γερμανικό πολιτισμό - ή ότι θεωρούσαν ως τέτοιο- στις αστικές τάξεις των υποταγμένων λαών, πιθανούς συνεργάτες τους. Δίνονται επίσης υποτροφίες στους φοιτητές που επιθυμούσαν να σπουδάσουν στη Γερμανία.

Χρησιμοποιώντας επιτήδεια τον θαυμασμό που έδειχνε ο ίδιος ο Χίτλερ απέναντι στην αρχαία Ελλάδα, ο Rudolf Fahrner, που αναλαμβάνει την ίδρυση του Ινστιτούτου της Αθήνας, επιβάλλει στις γερμανικές αρχές αυτό να υπηρετεί μόνο τον πολιτισμό κι όχι την πολιτική, δηλαδή την προπαγάνδα, απαγορεύει τις στολές και κάνει απολύτως σεβαστή αυτή την απαγόρευση καθόλη τη διάρκεια του πολέμου, οργανώνει με τον πατέρα μου σεμινάρια φιλοσοφίας και ιστορίας, αναγνώσεις και συναυλίες, μεταφράζει αρχαία κείμενα με τον Alexander von Stauffenberg, τον οποίο προσκαλεί, και τελικά δημιουργεί ένα χώρο σπουδών υψηλού επιπέδου, σχεδόν εκτός επικράτειας, όπου σύμφωνα με τις ομόφωνες μαρτυρίες Ελλήνων και Γερμανών, που το παρακολούθησαν από μέσα ή από μακριά, κανένας Ες-Ες, κανένα μέλος του κόματος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του.

Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς, πάνω από εξήντα χρόνια αργότερα, μια πραγματικότητα που φαίνεται απλά απίστευτη. Σε μια υποταγμένη στους Γερμανούς χώρα, οι φοιτητές, οι περισσότεροι κομμουνιστές που συμμετέχουν στην αντίσταση, πηγαίνουν πολλές φορές την εβδομάδα σε ένα Ινστιτούτο χρηματοδοτούμενο και διαχειριζόμενο από τους Ναζί και το οποίο ομόφωνα, χωρίς καμιά εξαίρεση, αποτελεί ωστόσο μια όαση ελευθερίας μέσα στην κατεκτημένη πόλη. Οι βασικές αρχές είναι : ανοχή, ευρύ πνεύμα, κοσμοπολιτισμός, αντι-εθνικισμός. Κι ενώ η πείνα αφανίζει ο Fahrner, ο πατέρας μου, η Νέλλη κι οι υπόλοιποι φοιτητές - - κάποιοι, όπως ο φιλόσοφος Καστοριάδης ή ο πολιτικός Βύρων Θεοδωρόπουλος έγιναν διάσημοι - επιβιώνουν συζητώντας τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα. Το πρώτο σεμινάριο έχει ως αντικείμενο Το γέλιο !

 

dwi.jpg

 


ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΟΛΕΜΟΥ


Πώς να μεταφέρω την διαύγεια της ταινίας;

         Εύα Στεφανή, ντοκουμενταρίστρια


Ο γιος του Πέτρου Κουλμάση, ο Τίμων Κουλμάσης, γεννημένος όπως και ο πατέρας του στη Γερμανία, έζησε εκεί από κοντά την αντίσταση της οικογένειάς του κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, όπως και τα ανήσυχα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στη Γερμανία. Ζει και εργάζεται σήμερα στο Παρίσι και στην Αθήνα με «έδρα» του τη μνήμη και το σινεμά. Αθεράπευτα αισιόδοξος και ο ίδιος, κινηματογραφεί με πόνο και πίστη στην ποίηση της ζωής τα γράμματα του πατέρα του προς την αγαπημένη ζωγράφο και γλύπτρια Νέλλη Ανδρικοπούλου (1921-2014). Ποντάρει ξανά και ξανά, όπως κι ο πατέρας του, ενάντια στη βαρβαρότητα. Ποντάρει στον κινηματογράφο και την αξιοπρέπεια στη ζωή.  

Η Δρέσδη ασπρόμαυρη, συνυφασμένη γύρω της ανάμνηση, σαν κλειδαρότρυπα στην ιστορία. Ο πολίτης του κόσμου και παντού ο ξένος στα στοχαστικά χρώματα του γερμανικού δάσους. Το Γερμανικό Επιστημονικό Ινστιτούτο στην Αθήνα (1941-1944), η μυστηριώδης μορφή του διευθυντή του Rudolf Fahrner και η στενή του σχέση με τους αδερφούς Stauffenberg, διαδρομές της κάμερας, μια ξεκάθαρα χαραγμένες, μια υπαινικτικές, ανάμεσα σε χειρόγραφες αράδες, ανάμεσα σε χώρες, βλέμματα που αναζητούν εσωτερικές αλήθειες. Και η Αθήνα, σε πείσμα όλων των καταστάσεων, φωτεινή κι ολάνοιχτη.

Από την Ομήρου η Νέλλη, ξεναγός στην ταινία, κοιτά κατάματα τον επιστολογράφο, τον καιρό της γερμανικής κατοχής στην Αθήνα, εμάς σήμερα, θαρραλέα, ελεύθερη, δυνατή. Τα δικά της γράμματα προς τον Πέτρο Κουλμάση δεν σώζονται, όμως την απάντησή της τη δίνει στην ταινία. Κι είναι απάντηση αφοπλιστική, συμφιλιωτική.  

"Στο ‘Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου' δεν θέλω να ισχυριστώ ότι εγώ ξέρω,¨ λέει ο σκηνοθέτης. "Προσπαθώ να καταλάβω και προσπαθώ να κάνω να φανούν στα συμφραζόμενα των εικόνων όσα δεν φαίνονται στις εικόνες. Η ταινία δεν είναι χρονικό ‘ιστορικών' γεγονότων, αλλά μια σειρά στιγμών που στο πέρασμα της ιστορίας έχουν γίνει στιγμές ζωής και βιώματα."

Σοφία Μιχαηλίδου - Goethe-Institut


... η ιστορία του κοσμοπολίτη συγγραφέα Πέτρου Κουλμάση (1914-2003) και της Νέλλης Ανδρικοπούλου (1921-2014), σημαντικής εκπροώπου της «γενιάς του Ματαρόα» και μεταφράστριας του «Μονόδρομου» του Βάλτερ Μπενγιαμιν, είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα ντοκιμαντέρ εις μνήμην του πατέρα. Ο Τίμων Κουλμάσης με ποιητικές εικόνες, μέσα από τις χειρόγραφες σελίδες της αλληλογραφίας και τη λιτή αφήγηση της 90χρονης Νέλλης Ανδρικοπούλου, «δοκουμεντάρει» με ευαισθησία και στοχασμό την ιστορία μιας ελληνογερμανικής φιλίας, που θα αντισταθεί με τον δικό της τρόπο στη βαρβαρότητα της εποχής. Ανάμεσα στον λόγο, στα τέκμήρια και στις ενδιάμεσες σιωπές, η ταινία αφηγείται παράλληλα και την άγνωστη ιστορία του «Γερμανικό Επιστημονικού Ινστιτούτο» και του διευθυντή του Ρούδολφ Φάρνερ, ένος Γερμανού, πραγματικού φιλέλληνα, που θα βρεθεί στη δίνη της Κατοχής.  

Κώστας Καλφόπουλος - Καθημερινή, 23.10.16


Η ανάγνωση των επιστολών, η αφήγηση της ίδιας της πρωταγωνίστριας, φωτογραφίες, παράλληλα με ανέκδοτο αρχειακό υλικό (τραβηγμένο από ερασιτέχνες στρατιώτες), συνδέουν τη μεγάλη εικόνα με τη μικρή με τρόπο δεξιοτεχνικό. Την Ιστορία της Ευρώπης του πολέμου και την καθημερινότητα δύο νέων ανθρώπων που βιώνουν την καταστροφή, προφυλαγμένοι, εν μέρει σε ένα περιβάλλον γραμμάτων και τεχνών. (...) Δεν είναι η σχέση πατέρα - γιου ή το κλισέ «ενός έρωτα σε καιρό πολέμου» αυτό που διατρέχει το ντοκιμαντέρ. Ούτε η συγκίνηση από την απουσία (ο Πέτρος πέθανε το 2003, η Νέλλη το 2014, συναντήθηκαν 20 χρόνια μετά τον πόλεμο και έμειναν φίλοι), οι διαρκείς ανατροπές, οι μικρές χαρές και οι μεγάλες θλίψεις, η γενναιότητα και ο φόβος, η συγκυρία. Στο «Πορτρέτο του πατέρα σε καιρό πολέμου» αντιλαμβανόμαστε ότι οι «καιροί πολέμου» έχουν πολλές αποχρώσεις. Δεν είναι άσπρο-μαύρο. Ηρωες και προδότες, δωσίλογοι, κατακτητές, θύτες και θύματα. Υπήρχαν και Γερμανοί που απεχθάνονταν τον ναζισμό, άνθρωποι που παρακολουθούσαν με αγωνία αυτό που συνέβαινε στον τόπο τους, που πείνασαν αλλά δεν πέθαναν από την πείνα, που επιβίωσαν χωρίς να συνθηκολογήσουν με τον εχθρό. Τίποτε δεν είναι απολύτως άσπρο ή μαύρο. Οπου δεν τρυπώνει η αμφιβολία, κάθε μορφής ολοκληρωτισμός βρίσκει θέση.  

Μαρία Κατσουνάκη - Καθημερινή, 30.10.16


Τα γράμματα αυτά δεν αφηγούνται "απλώς" μια ερωτική ιστορία. Ανατέμνουν την καθημερινή ζωή στην Αθήνα της Κατοχής, αλλά και την λειτουργία του Γερμανικού Επιστημονικού Ινστιτούτου εκείνη την περίοδο. (...) Ερωτας με "διπλή ταυτότητα" στα χρόνια της Κατοχής.  

Κώστας Τερζής - Η Αυγή, 26.10.2016


... θαυμάζω την γενναιότητα να δημοσιοποιήσει (ο σκηνοθέτης) στην Ελλάδα μια ιστορία που συγκλονίζει με τις επιστολές αλλά και διχάζει την  ελληνική δημόσια Ιστορία για τον  Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ταυτισμένη με τον ηρωϊσμό. Τόσοι  συναρπαστικοί αντιήρωες ... τόσοι και τόσοι καθημερινοί άνθρωποι ...  

Νατάσσα Δομνάκη - ΑΠΕ-ΜΠΕ


Μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις λέει ένα κινέζικο ρητό άρα για να αποτυπώσουμε αυτό που δημιούργησε (ο σκηνοθέτης) θα χρειαζόμαστε ατέλειωτες σελίδες έγχρωμες κι ασπρόμαυρες.  

Ειρήνη Γαβαλά - kosmonea.gr


Μια συνομιλία με τον Κώστα Καλφόπουλο


Κύριε Κουλμάση, θα μπορούσαμε κατ' αρχάς να δούμε το Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου ως μέρος μιας (άτυπης;) τριλογίας, μαζί με την Ulrike Marie Meinhof και το Λόγος και Αντίσταση, ταυτόχρονα ένα "γράμμα προς τον πατέρα" μέσα από τα γράμματα του πατέρα προς τη Νέλλη Ανδρικοπούλου;

Ακριβώς. Ισχύουν και τα δύο. Το Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου, συνεχίζει μια σειρά ταινιών όπου οικογενειακές ή προσωπικές ιστορίες αντιπαρατίθενται με τη συλλογική μνήμη ιστορικών γεγονότων ή εποχών. Το πρώτο μου ντοκιμαντέρ, Ulrike Marie Meinhof (1994) ξεκινά από αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας - την φιλία μου με την κόρη του ιδρυτικού μέλους της Φράξια Κόκκινος Στρατός- για να αποκαλύψει μια κρυφή ανθρώπινη πτυχή της γυναίκας που έγινε μετά τον θάνατό της ένας απρόσωπος μύθος, και να φωτίσει κάποιες όψεις της πολιτικής ιστορίας, την ένοπλη πάλη στη Γερμανία της δεκαετίας του ΄70. Πιό πρόσφατα, η ταινία Λόγος και Αντίσταση (2010) έχει ως αφετηρία την εξορία της οικογένειάς μου τα χρόνια του ΄60 - η μητέρα μου ήταν στρατευμένη στην αντίσταση κατά της χούντας των συνταγματαρχών- προκειμένου να αναζητήσει αυτό που μένει σήμερα, στην συνείδηση των ανθρώπων στην Ελλάδα, από αυτό το επεισόδιο του φασισμού στη χώρα κι επίσης από τις ελπίδες και τις υποσχέσεις που δημιούργησε η ανάκτηση της δημοκρατίας. Και σίγουρα, αυτή είδικά η ταινία είναι επίσης ένα γράμμα στον πατέρα" που υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα στην ζωή μου και μέχρι σήμερα με έχει σημαδέψει.

 

Στην ταινία υπάρχουν, αλλού έντονα κι αλλού διακριτικά, τα στοιχεία ενός "γερμανικού πνεύματος και πολιτισμού" (deutscher Geist, deutsche Kultur), δηλ. ο νεανικός έρωτας, η αλληλογραφία, η επιθυμία (Sehnsucht), η παιδεία, ο ιδεαλισμός, αλλά και τα ιδανικά μιας γενιάς. 

Η ταινία αναφέρεται στην τελευταία γενιά προτού η Ιστορία "τελειώσει", όταν κυριαρχεί η ανείπωτη φρίκη - ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, το Αουσβιτς, η Χιροσίμα - που σήμαινε για την γενιά αυτή την απόλυτη καταστροφή ενός κόσμου με ανθρώπιστικά ιδεώδη. Το ερώτημα γι' αυτήν ακριβώς την πραγματικά γερμανική "επιθυμία" (η λέξη Sehnsucht δεν μεταφράζεται), που "σφράγισε" αυτή τη γενιά διατυπώνεται διαφορετικά: "Πώς μπορεί κανείς να ζήσει με βάση τις αξίες της ζωής;". Και κατά κάποιον τρόπο το κατάφερε. Πάντα υπάρχει μέσα στα πράγματα μια μυστική μελωδία κι εμεις καλουμαστε να την εντοπίσουμε, όταν ο πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού. Από αυτή τη σκοπιά, έμεινα "ο γιος του πατέρα μου". 

 

Παράλληλα, υπάρχει το στοιχείο μιας Kulturgeschichte ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα, σε σχέση με τα πρόσωπα και τα πράγματα που εμπλέκονται ανάμεσα στον πατέρα σας και τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, κυρίως αναφορικά με τον Fahrner και το DWI, στους δύσκολους καιρούς του πολέμου. Γιατί αυτή ακριβώς η Kulturgeschichte είναι τόσο αδύναμη σήμερα, στην εποχή των αμοιβαίων στερεοτύπων, των προκαταλήψεων και της πολεμικής εκατέρωθεν; 

Αυτό το ερώτημα με απασχολεί χρόνια τώρα. Ο κριτικός λόγος, που είναι σε θέση να "πάρει θέσει" στις ειδικές ιστορικές συνθήκες, πέρα από κλισέ και ιδεολογικές επιρροές, δεν έχει βέβαιεα εξαλείφθεί, αλλά πάντως δεν ακούγεται. Σημαντική ευθύνη γι'αθτό φέρουν και τα τηλεοπτκά ΜΜΕ, στη νεοφιλελεύτερη εκδοχή τους, αν και είναι ακόμα πρόωρο να εκτιμήσουμε κατά πόσον το Διαδίκτυο αποτεεί τη πραγματική εναλλακτική απάντηση στη ενημέρωση. Πάντως, θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί και να αποφεύγουμε τις απλουστευτικές απαντήσεις σε πολύπλοκες κοινωνικές διεργασίες. Γεγονός είναι πάντως πως ζούμε σε μία '"α-ιστορική περιοδο" κι η "επιστροφή στην βαρβαρότητα" δεν αποκλείεεται.


O Ρούντολφ Φάρνερ, ο διευθυντής του Γερμανικού Ινστιτούτου Επιστήμών, ήταν μια σημαντική προσωπικότητα που σχετίζεται μάλιστα με τον Στάουφενμπεργκ τον παρ'ολίγον δολοφόνο του Χίτλερ, αλλά και τον "ποιητικό κύκλο " γύρω από τον Στέφαν Γκεόργκε. Το ίδιο και ο πατέρας σας και, βέβαια, η Νέλλη Ανδρικοπούλου. Μήπως η απουσία τέτοιων προσωπικοτήτων δυσχεραίνει επί πλέον τη σημερινή δύσκολη κατάσταση στην ελληνογερμανική (αλληλο)κατανόηση;

Σίγουρα, αλλα ταυτόχρονα τιθεται το ερώτημα για τον λόγο αυτής της απουσίας ή γιατι δεν εισακούονται άνθρωποι με ελεύθερο πνεύμα, με ανοιχτό μυαλό. Η Νέλλυ Ανδρικοπούλου μου περιέγραψε τον Φάρνερ, ο οποίος βοήθησε πολλούς Ελληνες στην διάρκεια της κατοηής, ωσ εξής: "Καθόταν στο καφενείο, πεπεισμένος ότι πίνει νέκταρ, αντικρίζοντας την Ακρόπολη. Η σύντροφός του φορούσε αρχαίες ενδυμασίες, εσθήτες. Επεφταν βόμβες κι εκείνος μετέφραζε Ομηρο. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν μια ακράδαντη πίστη και γι'αυτό δεν μεταμορφώθηκαν σε κανίβαλους. Πρέσβευαν αξίες που ήταν σημαντικότερες από όλες τις στοιχειώδεις, υλικές αξίες". Το πρόβλημα είναι αυτή η απώλεια των αξίών ή η μετάθεσή τους σε μία α- ιστορική εποχή.


Πώς αισθάνεται ο σκηνοθέτης-γιος απέναντι στο Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου στη διάρκεια των γυρισμάτων και, βέβαια, βλέποντας το ντοκυμανταίρ μετά την ολοκλήρωση; 

Ένα από τα λίγα πλεονεκτήματα αυτής της εξαιρετικά δύσκολης σκηνοθετικής δουλειάς και των συνθηκών της - μου πήρε 6 χρόνια να την ολοκλρώσω - ήταν ο πρόσθετος χρόνος που είχα στην διάθεσή μου. Αυτο με βοήθησε να αποκτήσω την απαραίτητη απόσταση, που είναι το ίδιο αναγκαία όσο και η "εγγύτητα" με τα πρόσωπα της ταινίας, ώστε να ισορροπήσω ανάμεςα στο υποκειμενικό βλέμμα και στην αναδρομή σε μία ιστορική περίοδο και την συλλογική μνήμη, που είναι κάτι παραπάνω από το άθροισμα των μεμονωμένων αναμνήσεων, για να "αναπαραστήσω" σε σκήνες και να τη φωτίσω. Υπάρχει η απόσταση του χρόνου. Αλλά η η δυσκολία αφορά κυρίως αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το ταυτόχρονο στην Ιστορία, στην κάθε ιστορία. Η αλλιώς, δεν μπορούμε να διηγηθούμε τα πράγματα όπως συνέβησαν διότι θα πρέπει να διαχωρήσουμε και να βάλουμε σε μια σειρά, προκειμένου να δομήσουμε μια αφήγηση, όσα στην πραγματικότητα αναμειγνύονται άρρηκτα. Ετσι, είναι αδύνατο να αναπαραστήσουμε τα πάντα. Το αληθινό διακύβευμα αποτελεί λοιπόν η ανάγκη να βρεθεί ένα κινηματογραφικό ύφος, τέτοιο ώστε η αφήγηση να συμπεριλαμβάνει, σε κάποιο άλλο επίπεδο, το κενό και τις σιωπές που περιέχει. Στη Δρέσδη ένιωσα κάποια στιγμή τη φρίκη: η σιωπή της Ιστορίας, η απουσία, η απόλητη εξαφάνιση. Ούτε εικόνα ούτε παρελθόν. Οταν βλέπω σήμερα την ταινία ολοκληρωμένη, δεν μπορώ να πω παρά αυτό: προσπάθησα να είμαι ειλικρινής. Εφτασα στα όριά μου. Το αποτέλεσμα θα το κρίνουν άλλοι.


                                                                                                                                        Καθημερινή, 23.10.16


Πώς γεννήθηκε η ταινία ;

Ολα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα πριν λίγα χρόνια. "Τίμων, υπάρχει μια διαρροή νερού στο σπίτι μου, πρέπει να'ρθείς αμέσως", με καλούσε η χαρούμενη φωνή της παλιάς μου φίλης Νέλλης. Την εποχή εκείνη ήταν 88 χρονών. Τηλεφωνούσε από την Αθήνα. Σκέφτηκα ότι μια απάντηση όπως: "Γιατί δεν φωνάζεις έναν υδραυλικό;" θα της φαινόταν ανάρμοστη για τη φιλία μας, απάντησα "έρχομαι" και πήρα το επόμενο αεροπλάνο απ΄το Παρίσι.

Η Νέλλη υπήρξε η πρώτη μεγάλη αγάπη του πατέρα μου. Συναντήθηκαν το 1938, στην Αθήνα, έζησαν μαζί σε καιρό ειρήνης, πολέμου και γερμανικής κατοχής πριν η Ιστορία τους χωρίσει βίαια, διασκορπίζοντας τους σε διαφορετικές χώρες χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας. Οταν ξαναβρέθηκαν χρόνια αργότερα, ο καθένας τους είχε ξαναφτιάξει τη ζωή του, έμειναν όμως φίλοι ως το θάνατο του πατέρα μου.

Φτάνοντας στην Αθήνα, βρήκα την Νέλλη στο ευρύχωρο διαμέρισμά της, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ανάμεσα σε χαρτόκουτα κι εκατοντάδες απλωμένες σελίδες που στέγνωναν στα τραπέζια, στους καναπέδες, στο πιάνο με ουρά, στο πάτωμα... "Είναι γράμματα του πατέρα σου" μου είπε, χωρίς άλλη διευκρίνηση. Τα είχε κυριολεκτικά σώσει απ΄την πλημμύρα, αφού πριν είχε ξεχάσει την ύπαρξή τους για περισσότερα από εξήντα χρόνια. "Είναι δικά σου."

Οι επιστολές αυτές -περισσότερες από χίλιες σελίδες- γραμμένες σχεδόν καθημερινά μεταξύ 1939 και 1944, δεν διηγούνται μόνο την ερωτική τους ιστορία αλλά αποκαλύπτουν ανάγλυφα ενα απίθανο πανόραμα της καθημερινής ζωής των δύο νέων και των φίλων τους κατά την γερμανική κατοχή. Αργότερα, όταν ο πατέρας μου υποχρεώθηκε να επιστρέψει στη Γερμανία, περιγράφουν, κυριολεκτικά, το τέλος ενός κόσμου.

Θεώρησα πως η ιστορία τους, καθώς κι αυτή της παράξενης μορφής του Rudolf Fahrner που διαγράφεται επίσης μέσα στην αλληλογραφία, ενσαρκώνει την ανθρώπινη περιπλοκότητα της κρίσιμης περιόδου της γερμανικής Κατοχής της Ελλάδας κι επίσης πως οι αφηγήσεις του πατέρα μου και της Νέλλης δίνουν ένα πρόσωπο στην Ιστορία.


Το ζήτημα της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης βρίσκεται στο κέντρο της σκέψης σας ως κινηματογραφιστή.

Το Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου, συνεχίζει μια σειρά ταινιών όπου οικογενειακές ή προσωπικές ιστορίες αντιπαρατίθενται με τη συλλογική μνήμη ιστορικών γεγονότων ή εποχών.

Το πρώτο μου ντοκιμαντέρ, Ulrike Marie Meinhof (1994) ξεκινά από αναμνήσεις της παιδικής και εφηβικής μου ηλικίας - την φιλία μου με την κόρη του ιδρυτικού μέλους της Φράξια Κόκκινος Στρατός- για να αποκαλύψει μια κρυφή ανθρώπινη πτυχή της γυναίκας που έγινε μετά τον θάνατό της ένας απρόσωπος μύθος, και να φωτίσει κάποιες όψεις της πολιτικής ιστορίας, την ένοπλη πάλη στη Γερμανία της δεκαετίας του ΄70.

Πιό πρόσφατα, η ταινία Λόγος και Αντίσταση (2010) έχει ως αφετηρία την εξορία της οικογένειάς μου τα χρόνια του ΄60 - η μητέρα μου ήταν στρατευμένη στην αντίσταση κατά της χούντας των συνταγματαρχών- προκειμένου να αναζητήσει αυτό που μένει σήμερα, στην συνείδηση των ανθρώπων στην Ελλάδα, από αυτό το επεισόδιο του φασισμού στη χώρα κι επίσης από τις ελπίδες και τις υποσχέσεις που δημιούργησε η ανάκτηση της δημοκρατίας.

Ετσι και στο Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η κεκτημένη σχέση μου με τα πρόσωπα που κινηματογραφώ διευκολύνει την αναζήτησή μου, με σκηνοθετικά μέσα, σχετικά με τη λεπτή σύνδεση μεταξύ της προσωπικής μαρτυρίας, που ελευθερώνεται με εμπιστοσύνη, και της συλλογικής μνήμης η οποία ασφαλώς είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των επιμέρους αναμνήσεων.


Πως βλέπετε αυτή τη σύνδεση ;

Είναι σύνθετη, έυθραυστη. Για τον Προυστ, η ανάμνηση είναι μια αίσθηση που αποτελεί ένα σημείο-σήμα. Πολλά σημεία, ακόμη κι απομακρυσμένα μεταξύ τους, δημιουργούν νόημα, δημιουργούν τη μνήμη. Ενώ για τον Αγιο Αυγουστίνο, η μνήμη είναι μια δύναμη ψυχής που θυμάται τις γνώσεις και τις αντιλήψεις του παρελθόντος, και δίνει έτσι νόημα στη ζωή.

Ομως η μνήμη έχει τη δική της λογική που διαφεύγει της θέλησης ή της νόησής μας. Υποτάσσεται στα αισθήματα που νιώθουμε. Αποσκοπεί στην ισορροπία της προσωπικότητας στο παρόν και όχι στην αντικειμενικότητα της αναπαράστασης του παρελθόντος. Ετσι, αντίθετα με αυτό που συνήθως πιστεύουμε, η πρωταρχική λειτουργία της δεν είναι η ενθύμιση αλλά η λήθη. Η μνήμη ξεκινά αρχικά καλύπτοντας το παρελθόν, μην αφήνοντας να φανεί, όταν δίνεται η ευκαιρία, παρά μόνο αυτό που είναι χρήσιμο - ή απλά υποφερτό.

 

Για έναν κινηματογραφιστή, η ιδέα της ιστορικής αλήθειας, είναι λοιπόν στην καλύτερη περίπτωση μια μυθοπλασία, μια ευσεβής ευχή, στη χειρότερη ένα ματαιόδοξο ψέμα ;

Οι μαρτυρίες που καταγράφουμε πρέπει να συμπληρωθούν με μια άποψη συνοπτική και συνθετική, και η μεταφορά τους στην τέχνη (ταινία, μυθιστόρημα...) φαινεται πως είναι ένας από τους ελάχιστους κατάλληλους τρόπους για να πλησιάσουμε αν όχι την αλήθεια, υποχρεωτικά ασύλληπτη, μιας εποχής τουλάχιστον κάποια χαρακτηριστικά σημεία που αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητά της.


Με το Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου ήρθατε αντιμέτωπος με αυτό που στην Ιστορία παραμένει η απόλυτη ρήξη: το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, το Αουσβιτς, την καταστροφή του ουμανιστικού κόσμου. Τίθεται έτσι το ερώτημα της πιθανότητας μιας αναπαράστασης του ιστορικού πραγματικού οπότε και της κινηματογραφικής γλώσσας.

Απολύτως. Υπάρχει η απόσταση του χρόνου. Αλλά η η δυσκολία αφορά κυρίως αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το ταυτόχρονο στην Ιστορία, στην κάθε ιστορία. Η αλλιώς, δεν μπορούμε να διηγηθούμε τα πράγματα όπως συνέβησαν διότι θα πρέπει να διαχωρήσουμε και να βάλουμε σε μια σειρά, προκειμένου να δομήσουμε μια αφήγηση, όσα στην πραγματικότητα αναμειγνύονται άρρηκτα.  Ετσι, είναι αδύνατο να αναπαραστήσουμε τα πάντα.

Το αληθινό διακύβευμα αποτελεί λοιπόν η ανάγκη να βρεθεί ένα κινηματογραφικό ύφος, τέτοιο ώστε η αφήγηση να συμπεριλαμβάνει, σε κάποιο άλλο επίπεδο, το κενό και τις σιωπές που περιέχει. Θεώρησα πως η αποσπασματικότητα μιας πολυφωνικής αφήγησης, η επεξεργασία των αρχείων, η ασυνέχεια που το μοντάζ δημιουργεί αποτελούν μια απάντηση σ'αυτό ακριβώς. Δημιουργούν καθεαυτά μια θεμελιώσης απόσταση όπου αυτό που δεν είναι δυνατόν να αναπαραστεί μπορεί ωστόσο να αντιχήσει.

Με μια μορφή που βασίζεται στις ασυνέχειες αποφεύγεται μια προκατασκευασμένη αναπαράσταση της Ιστορίας. Η ταινία δεν είναι ένα χρονικό ιστορικών γεγονότων αλλά μια σειρά στιγμών που κάποιοι βίωσαν εντός της Ιστορίας, με όλη τη συναισθηματική φόρτιση που οι στιγμές αυτές περιέχουν.


Αυτό αφορά επίσης και τη χρήση των εικόνων αρχείου.

Προφανώς. Η είσοδος στο πεδίο της Ιστορίας περνά από μια νέα ανάγνωση, μια επανοικειοποίηση των εικόνων αρχείου.


Γι αυτό και επεξεργαστήκατε με αυτό τον τρόπο τις εικόνες αρχείου;

Ναί. Στο Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου πειραματίστηκα με κάποιους τρόπους επεξεργασίας των αρχειακών εικόνων. H τεχνική solarizing - irisation (των εικόνων του προπολεμικού κόσμου που χάνεται, αν δεν έχει ήδη χαθεί) είναι ένα παράδειγμα. Οπως επίσης ο προοδευτικός χρωματισμός, οι παρεμβάσεις στην ταχύτητα, τη φωτεινότητα και τον κόκκο κάποιων εικόνων της καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στόχος είναι κάποιες εικόνες να είναι στα όρια του αναγνώσιμου, να υποσκάψουμε κατά κάποιον τρόπο το ορατό, να προσπαθήσουμε να δούμε αυτό που καλύπτουν, αυτό που είναι πίσω (από την αναπαράσταση), να νιώσουμε την παρουσία της ζωής, των πραγμάτων (ακόμη κι αν έχουν ήδη χαθεί).

Κινηματογραφιστές, που προέρχονται από τον εικαστικό χώρο, όπως ο Yervant Gianikian και η Angela Ricci Lucchi ή ο Peter Forgasz, έχουν ήδη πειραματιστεί με εξαιρετικό τρόπο σ'αυτόν τον τομέα. Επίσης ο Harun Farocki έθεσε την ουσιαστική ερώτηση της παραγωγής των εικόνων. Για παράδειγμα, το μοντάζ του Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου περιλαμβάνει εικόνες που βλέπουμε για πρώτη φορά της γερμανικής Κατοχής που κινηματογράφησαν Γερμανοί στρατιώτες στην Ελλάδα. Τις βρήκα μετά από μήνες έρευνας σε ιδιώτες συλλέκτες στη Γερμανία. Στα ίδια μέρη, την ίδια ιστορική στιγμή, δεν δείχνουν τα ίδια πράγματα, ή τα δείχνουν με πολύ διαφορετικό τρόπο, για παράδειγμα σε σχέση με τις εντυπωσιακές εικόνες που φίλμαρε ο Αγγελος Παπαθανασίου με κίνδυνο της ζωής του μεταξύ 1941 και 1944, τις μόνες εικόνες που γνωρίζουμε. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η μεταξύ τους σχέση.


Η μπάντα του ήχου στο Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου είναι πλούσια σε υποδηλώσεις. Οπως σε όλες τις ταινίες σας νιώθουμε μια τεράστια δουλειά στον ήχο και στη μουσική.

Ναί, για μένα, όπως και για την Aurique Delannoy, με την οποία συνεργαζόμαστε στο μοντάζ όλων των ταινιών μου, η ηχητική μπάντα είναι ένα πεδίο έρευνας και μόνιμου πειραματισμού. Σ'αυτόν τον χώρο της μνήμης που προσπαθώ να κατασκευάσω τις ταινίες μου, το ηχητικό εκτός πεδίου συμβάλει σημαντικά στην αντιληπτική, αισθητηριακή εμπειρία. Ο στόχος δεν είναι η μουσική-ηχητική μπάντα να λειτουργήσει ως δραματική συνοδεία. Θα πρέπει να δημιουργήσει σημαίνουσες εντάσεις, αντανακλάσεις, ατμόσφαιρες. Πρόθεση είναι να συνδέσει τα διαφορετικά επίπεδα (χρόνου και νοήματος) της αφήγησης. Συμπεριλαμβάνει  μελωδίες και θορύβους, θραύσματα  συνομιλιών και λαικά τραγούδια, στριγγλίσματα των τανκς και συνθέσεις κλασσικής και σύγχρονης μουσικής, σε ένα πρωτότυπο έργο.


Η ιστορία που αφηγείται η ταινία Πορτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου είναι τραγική - αν και επιβιώνουν, ο πόλεμος χωρίζει τους αγαπημένους- αλλά η ταινία δεν είναι ποτέ θλιβερή.

Πιστεύω πως αυτό οφείλεται στην εξαιρετική παρουσία του κεντρικού προσώπου που είναι η Νέλλη Ανδρικοπούλου. Ηταν μεγαλύτερη από 90 χρονών όταν η ταινία γυρίστηκε, και μετά από όλα αυτά που έζησε - η ίδια, ο πατέρας μου, η γενιά τους-, καταλήγει στην ταινία με αυτή την απίστευτη φράση που απευθύνει στον νεκρό πατέρα μου: "Τί να πείς; Ετσι ήταν. Μα ήταν όμορφο, Τίμων! Αυτό μπορείς να τού το πεις. »


Στις εικόνες της ταινίας σας αυτή η ομορφιά αντανακλάται στις εικόνες του φωτός του Αιγαίου.

Πιστεύω στο αέναο των πραγμάτων, στις αρχές ήθους αν θέλετε. Παραμένω αισιόδοξος.


Αν θέλατε να συνοψίσετε την ταινία σας με μια φράση...

Το Ποτραίτο του πατέρα σε καιρό πολέμου είναι μια ιστορία έρωτα κι αντίστασης, είναι κάποιες σκέψεις πάνω στους μηχανισμούς της ατομικής και συλλογικής μνήμης, αλλά κυρίως θέτει μια απλή ερώτηση, δυστυχώς και σήμερα επίκαιρη : Πώς να αντισταθείς με τη σκέψη, με την τέχνη, στην βαρβαρότητα. 






nelly.jpg

Την ημέρα που έγινε ο πόλεμος, ένιωςα σαν σαρδέλα που την κόβουνε στα δύο, που την τραβάς και την σκίζεις. Από μέσα μου δεν μπορούσα να βγάλω ούτε όλο το γερμανικό στοιχείο το οποίο από τα παιδικά μου χρόνια είχα ζήσει, ούτε βεβαίβως την ελληνική ιδιότητα. Δεν μπορούσες πάρα να μισείς τους Γερμανούς, από την άλλη μεριά ομώς υπήρχε και κάτι μέσα μου το οποίο αντιστεκόταν σε αυτό το πράγμα. Κι ο πατέρας σου ήταν ακριβώς το ίδιο.
 
Νέλλη
 





pc.jpg



 
Με εντολή του Fahrner, το προπαγανδιστικό υλικό καίγεται στο υπόγειο. Τα έντυπα αυτα δεν διανέμονται στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο Fahrner είναι εχθρός των ναζί. Είναι όμως προσεκτικός. Ακόμα και με μένα με τον οποίο διατηρεί σχέσεις εμπιστοσύνης. Εν τέλει είμαι ΄Ελληνας. Υποπτος και για τις δυο πλευρές.
  Ο πατέρας μου






nelly2.jpg





Και στο τέλος η ιστορία, τα γεγονότα δώσανε τη λύση
 
 Νέλλη  













portrait.jpg
με την
  Νέλλη Ανδρικοπούλου
     
σέναριο, σκηνοθεσία
  Τίμων Κουλμάσης
φωτογραφία   Οδυσσέας Παυλόπουλος
Ηρώ Σιαφλιάκη
Τίμων Κουλμάσης
μοντάζ, sound design
  Aurique Delannoy
συνθέτης
  Eric Demarsan
παραγωγός   Carl-Ludwig Rettinger, Τίμων Κουλμάσης
παραγωγή   Lichtblick Film, Aia Films, WDR, EΡT
Film- und Medienstiftung NRW, CNC
Goethe-Institut Athen, Ιδρυμα
Ι.Φ. Κοστοπούλου
 
< Προηγ.   Επόμ. >
Design by Video de Poche